- φιαλοθήκη
- η, Νθήκη ειδική για την τοποθέτηση φιαλών.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + θήκη (πρβλ. δισκο-θήκη). Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Σκαρλ. Δ. Βυζάντιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιαλοθήκη — η σκεύος με κατάλληλες υποδοχές για να τοποθετούνται φιάλες, η μποτιλιέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιαλοδόχη — η, Ν φιαλοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. τεφρο δόχη] … Dictionary of Greek
φιαλοδόχος — η, Ν φιαλοδοχή, φιαλοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόχος] … Dictionary of Greek
φιαλοθέτης — ο, Ν φιαλοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + θέτης (< τίθημι), πρβλ. στοιχειο θέτης] … Dictionary of Greek